Δεν στέκομαι μόνη μου σ’ αυτό το πόντιουμ. Υπάρχουν φωνές γύρω μου, εκατοντάδες φωνές. Ηταν πάντα μαζί μου, από τα παιδικά μου χρόνια.
Ετσι ξεκίνησε το απόγευμα της Δευτέρας την επίσημη διάλεξή της στη Σουηδική Ακαδημία η φετινή νομπελίστρια Λογοτεχνίας, η 67χρονη Λευκορωσίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς.
Μια επιλογή αρχικά αναπάντεχη, που δικαιώνεται, όμως, όσο περισσότερο τα βιβλία της διαβάζονται και μεταφράζονται. Ή έστω μας γίνεται η ίδια πιο οικεία.
Η Αλεξίεβιτς, όπως και όλοι οι νομπελίστες, συμμετέχει στη Στοκχόλμη στο τελετουργικό που θα κορυφωθεί αύριο με την απονομή των βραβείων από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο.
Στη διάλεξή της διάλεξε να δώσει τον τίτλο «Για τη χαμένη μάχη». Χαμένη μάχη της λογοτεχνίας για την απόδοση των καθημερινών ανθρώπινων φωνών. Χαμένη μάχη των λαών της Σοβιετικής Ενωσης για την οικοδόμηση «επί της γης του βασιλείου των ουρανών».
Χαμένη μάχη των ίδιων λαών, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, για την είσοδό τους «στο βασίλειο της ελευθερίας, που ονειρεύονταν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας τους, κι έμειναν ταπεινωμένοι και ληστευμένοι, επιθετικοί και επικίνδυνοι».
Η Αλεξίεβιτς εξέθεσε, με καθαρό τρόπο και τις δύο συνιστώσες του έργου της. Τη δημοσιογραφική-συγγραφική. Και τον πολιτικό της ακτιβισμό, που της έχει κοστίσει λογοκρισίες επί Σοβιετικής Ένωσης και την έχει φέρει σήμερα στην πρώτη γραμμή του αγώνα για πολιτικές ελευθερίες στη Λευκορωσία του εκλεγμένου, πλην δικτάτορα, Λουκασένκο.
«Ο Φλομπέρ έλεγε ότι ήταν μια “ανθρώπινη πένα”. Εγώ θα ’λεγα ότι είμαι ένα ανθρώπινο αυτί. Οταν περπατώ στους δρόμους πιάνω λέξεις, φράσεις και ξεσπάσματα. Πάντα σκέφτομαι πόσο πολλά μυθιστορήματα εξαφανίζονται στο σκοτάδι χωρίς ίχνος! Ο Ντοστογιέφσκι πίστευε ότι η ανθρωπότητα ξέρει πολύ περισσότερα για τον εαυτό της από όσα καταγράφει η λογοτεχνία.
Ετσι, τι κάνω εγώ; Συλλέγω την καθημερινότητα αισθημάτων, σκέψεων και λέξεων. Την καθημερινή ζωή της ψυχής, τα πράγματα που το μεγάλο κάδρο της Ιστορίας συνήθως παραλείπει ή περιφρονεί. Υλικό μου είναι η χαμένη ιστορία», είπε η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς.
Και κατέληξε: «Συχνά μου λένε, ακόμα και μετά το Νόμπελ, ότι αυτό που γράφω δεν είναι λογοτεχνία, αλλά ντοκουμέντο.
»Αλλά ποιος ξέρει τι είναι σήμερα λογοτεχνία; Το περιεχόμενο σπάει τη φόρμα, την αλλάζει. Ακόμα και οι λέξεις στα ντοκουμέντα δραπετεύουν από τα όρια του ντοκουμέντου. Δεν υπάρχουν σύνορα ανάμεσα στο γεγονός και τον μύθο, το ένα ξεχύνεται στο άλλο.
Ούτε υπάρχουν αντικειμενικές μαρτυρίες. Οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν λένε μια πραγματική ιστορία, γίνονται δημιουργοί και ηθοποιοί. Παλεύουν με τον χρόνο, όπως ο γλύπτης με το μάρμαρο».
Η πολιτική, με την έντονη παρουσία στα βιβλία της (για τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, το Τσέρνομπιλ, τις γυναίκες παρτιζάνες στον Β’ Παγκόσμιο, το κύμα αυτοκτονιών μετά την πτώση της Σ. Ενωσης) μπήκε μαζί της στη μεγαλόπρεπη Σουηδική Ακαδημία.
«Πριν από το Αφγανιστάν πίστευα στον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», ομολόγησε. «Επέστρεψα από ’κεί ελεύθερη από όλες τις ψευδαισθήσεις μου. “Συγχώρα με, πατέρα”, του είπα, “με ανέθρεψες να πιστεύω στα κομμουνιστικά ιδεώδη, αλλά είμαστε δολοφόνοι, το καταλαβαίνεις;”. Ο πατέρας μου έβαλε τα κλάματα».
Η Αλεξίεβιτς, όμως, ζωγράφισε με τα ίδια μελανά χρώματα και την εξέλιξη «μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας». «Πριν ήμασταν χωρισμένοι σε εκτελεστές και θύματα», είπε.
«Σήμερα έχουμε χωριστεί σε σλαβόφιλους και δυτικόφιλους. Σ’ αυτούς που μπορούν να αγοράσουν πράγματα και αυτούς που δεν μπορούν. Κι αυτό το τελευταίο είναι νομίζω το χειρότερο μαρτύριο μετά την πτώση του σοσιαλισμού, γιατί δεν πάει πολύς καιρός που ήμασταν όλοι ίσοι».
Και συνέχισε με πικρία και με σαφείς νύξεις εναντίον του Πούτιν. «Χάσαμε την ευκαιρία που είχαμε το 1990. Τι είδους χώρα έπρεπε να φτιάξουμε; Μια ισχυρή χώρα ή μια χώρα που να αξίζει, όπου οι άνθρωποι να ζουν με αξιoπρέπεια;
»Διαλέξαμε το πρώτο. Την ισχυρή χώρα. Για ακόμα μια φορά ζούμε στην εποχή της δύναμης. Οι Ρώσοι μάχονται τους Ουκρανούς, τα αδέλφια τους. Βομβαρδίζουν τη Συρία. Μια εποχή γεμάτη ελπίδες έδωσε τη θέση της στον φόβο».
Και κατέληξε: «Εχω τρία σπίτια. Τη Λευκορωσία, πατρίδα του πατέρα μου, όπου έζησα όλη μου τη ζωή. Την Ουκρανία, πατρίδα της μητέρας μου, όπου γεννήθηκα.
»Και τον μεγάλο ρωσικό πολιτισμό, χωρίς τον οποίο δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου. Ολα πολύτιμα και αγαπητά. Αλλά είναι τόσο δύσκολο σήμερα να μιλήσει κανείς για αγάπη».