Μαρτυρία του Γιάννη Χαραλαμπόπουλου : “Βασάνιζαν το γιό μου για να με αποκηρύξει…”

xaralampopoulos

Ένα βράδυ, λοιπόν, ήρθαν εδώ πέρα να τον συλλάβουν. Εγώ όμως τον είχα ειδοποιήσει, κι ένας συγγενής μου τον περίμενε στο σταθμό του τρένου, τον πήρε και τον έκρυψε. Δεν τον βρήκαν. Την πρώτη βραδιά, λοιπόν, ήρθαν για τον γιο μου και τη δεύτερη βραδιά ήρθαν για μένα. Μπήκε μέσα ένας ταγματάρχης με το πιστόλι στο χέρι και με πήραν και με πήγαν στην Ασφάλεια. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, έβλεπα από μια σχισμή της διαβρωμένης πόρτας του κελιού μου, ότι φέρνανε σωρηδόν παιδιά από το «Πολυτεχνείο», τα κτυπάγανε, τα κλωτσάγανε, τους βάζανε και γλείφανε το πάτωμα και τα λοιπά. Τους φέρνανε κατά ομάδες, να τους τρομοκρατήσουν. Αυτοί ήταν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Πέρασαν πάρα πολλοί και μια μέρα βλέπω και τον γιο μου, τον οποίο κτυπάγανε και βρίζανε, μπροστά στα μάτια μου. Δηλαδή, εγώ ήμουνα μέσα αλλά τον έβλεπα από τη χαραμάδα.

Για μια στιγμή λοιπόν, κάποιος από αυτούς με πήρε χαμπάρι και μου ανοίγει την πόρτα. Διότι υπήρχε κι ένα συρτάκι που το ανοίγανε αυτοί απέξω και βλέπανε τι κάνεις εσύ μέσα. Ανοίγουν, λοιπόν, το συρτάκι και με βλέπουν εμένα που είχα κολλήσει το μάτι στη σχισμή της πόρτας, και μπαίνουν μέσα, δεν με κτυπήσανε βέβαια, αλλά με βρίσανε, μου δώσανε μερικές κλωτσιές. Αυτή ήταν η επαφή με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Να τον βλέπω να τον βασανίζουν. Δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω καθόλου με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Ούτε φυσικά να τον συναντήσω.

Τον βασανίσανε δε τόσο πολύ που τον είχαν υποχρεώσει να υπογράψει δήλωση ότι με απαρνείται εμένα και τις ιδέες μου. Και βρέθηκε σε μια πίεση άνευ προηγουμένου μετά από τα βασανιστήρια. Στην ΕΣΑ της Νέας Φιλαδέλφειας βρήκε στην τουαλέτα μισό ξυραφάκι από αυτά που βάζαμε για να ξυριστούμε, και τραβάει μια ξυραφιά, κάπου οκτώ εκατοστά σε μήκος και δυο εκατοστά σε βάθος, ως εκ θαύματος ζει, δηλαδή. Έτρεχε το αίμα, προχώρησε αυτός, βγήκε έξω από την πόρτα τής τουαλέτας κι έπεσε κάτω. Κι ευτυχώς, βρέθηκε κάποιος από τους φύλακες, είδε το αίμα, τον πήρανε και τον πήγανε στο νοσοκομείο όπου τον υπέβαλαν σ’ εγχείρηση. Τον κρατήσανε αρκετό καιρό.

Εγώ δεν ήξερα τίποτα, γιατί εγώ ήμουν τότε στην Γυάρο, όπου με έστειλαν στις 23 Δεκεμβρίου του 1973. Εκείνη τη μέρα ήρθε η γυναίκα μου και μου έφερε μια βαλίτσα. Λέω, θα με πηγαίνουν στον Κορυδαλλό για δίκη για το ΠΑΚ, γιατί μου το είχε πει καθαρά ο Νικολόπουλος. Αλλά δεν με πήγανε για δίκη. Με πήρανε το βράδυ και με πήγανε στην Ασφάλεια, στον Περισσό, όπου εκεί είχαν φέρει μερικούς από τις στρατιωτικές φυλακές του Μπογιατίου, μεταξύ των οποίων, ο Νίκος Κιάος, ο Σαγιάς, ο Μανιός, ο γιατρός και άλλοι μεγαλύτεροι. Και με βάλανε σ’ ένα κελί, τι κελί δηλαδή, δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε τίποτα, όρθιος ήμουν, με τους εμετούς κάτω στο πάτωμα, με τέτοια πράγματα Και κατά τις 4:30΄ το πρωί, μας πήρανε, μας βάλανε σε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, αλλά δεν μας περάσανε από κάποιο γνωστό σημείο ώστε να καταλάβω που μας πάνε, μας πηγαίνανε προς την κατεύθυνση του Κορυδαλλού αλλά δεν πήγαμε στον Κορυδαλλό, τελικά πήγαμε στον Πειραιά. Όπου εκεί, τα ξημερώματα περίπου, μας βάλανε σε ένα μεταγωγικό του στρατού. Ήμασταν όλοι-όλοι 26 και μας βάλανε κάτω στο αμπάρι. Σε αθλία κατάσταση όλοι, άλλοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν όπως ο Κιάος που ζαλιζόταν, τον είχαν τσακίσει στα βασανιστήρια. Ήταν και άλλοι μεγάλοι του ΚΚΕ, όπως ο Γιώργος Τρικαλινός, ο παλαιός δικηγόρος από τον Βόλο. Του λέω, «Που μας πάνε;». Δεν ξέρανε, αλλά με τις ώρες που προχωρούσε το καράβι, κατάλαβε ο Τρικαλινός και οι άλλοι ότι πάμε μάλλον στη Γυάρο, γιατί αυτός είχε εξοριστεί και άλλη φορά στη Γυάρο. Ήταν η δεύτερη ή η τρίτη φορά που πήγαινε στη Γυάρο ο Γιώργος Τρικαλινός…

… Εγώ από το κεφάλι υποφέρω ακόμα. Έχω κάνει τα πάντα, αλλά υποφέρω,ιδίως όταν αλλάζει ο καιρός . Διότι με κτυπήσανε πίσω πολλές φορές, κτυπάγανε όπου βρίσκανε αδιακρίτως, φως δεν υπήρχε μέσα, μπαίνανε μέσα και κτυπάγανε. Αλλά ο λαός δεν ήταν μαζί τους ποτέ. Βέβαια, τι μπορούσε να κάνει; Και αυτό που έχει σημασία είναι ότι την πλήρωσαν ανώνυμοι άνθρωποι. Δεν μιλάμε για τους επωνύμους, γιατί εγώ ήμουνα βουλευτής, μπορεί να πει κανείς ότι υπήρχε και ένα έννομο συμφέρον, αλλά ένας απλός άνθρωπος γιατί να ρισκάρει να υποστεί βασανιστήρια, να πάει φυλακή; Εκεί φαίνεται το μεγαλείο της ζωής. Στους ανώνυμους. Όχι στους επώνυμους, σε μένα. Δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν. Τελικά, καταλήγει κανείς ότι αν δεν χυθεί αίμα δυστυχώς, αγώνες δεν γίνονται, αυτής της μορφής δηλαδή εναντίον μιας δικτατορίας. Εάν δεν υπάρξουν και αυτοί που θα πληρώσουν με τη ζωή τους ακόμα.

Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο tvxs.gr

One thought

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.